κατερείπωση
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Greek Monolingual
η (Α κατερείπωσις) κατερειπώ
1. πλήρης ερείπωση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα
2. μτφ. καταστροφή, ρήμαγμα.