κατωσάγονο

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

το (Μ κατωσάγονον και κατασάγονον και κατωσάγουνον)
η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -σάγονο (< σαγόνι), πρβλ. απανωσάγονο, διπλοσάγονο].