Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατωσάγονο

From LSJ

Greek Monolingual

το (Μ κατωσάγονον και κατασάγονον και κατωσάγουνον)
η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -σάγονο (< σαγόνι), πρβλ. απανωσάγονο, διπλοσάγονο].