κατωτερότητα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η κατώτερος
1. η ιδιότητα του κατωτέρου
2. φρ. (ψυχιατρ.) «σύμπλεγμα κατωτερότητας» — σύνολο συναισθηματικών, διανοητικών και βουλητικών παραγόντων οι οποίοι οδηγούν ένα άτομο σε υποτίμηση του εαυτού του, φέροντάς το πολλές φορές σε κοινωνικές, οικογενειακές και ερωτικές αποτυχίες ή και σε έντονες αντιδράσεις, μερικές φορές επιθετικές.