καύστις

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

καῡστις, -εως, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις, ώριμο στάχυ κριθαριού
2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις
επίκληση της θεάς Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος του καύστης].