καύστις
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
Greek Monolingual
καῡστις, -εως, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις, ώριμο στάχυ κριθαριού
2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις
επίκληση της θεάς Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος του καύστης].