κεκτήμην

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

French (Bailly abrégé)

pqp. poét. de κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κεκτήμην: Eur. ppf. к κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκτήμην plqperf. van κτάομαι.