κελέβειον
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
Ion. κελεβήϊον, τό, Dim. of κελέβη, Antim. 17.
German (Pape)
[Seite 1414] τό, ion. κελεβήϊον, dim. von κελέβη, Antimach. bei Ath. XI, 475 d.
Greek (Liddell-Scott)
κελέβειον: Ἰων, ήϊον, τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομένου, Ἀντιμάχ. Ἀποσπ. 13.
Greek Monolingual
κελέβειον και ιων. τ. κελεβήιον, τὸ (Α) κελέβη
υποκορ. του κελέβη.