ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Α κενοκοπῶ, -έω)
νεοελλ.
(για μηχανή) κινούμαι μόνο με τη βοήθεια του κενού που υπάρχει στο ψυγείο
αρχ.
κοπιάζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ, καλοκοπώ].