πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
τοκεντητό στολίδι, κεντημένο ποίκιλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ + κατάλ. -ίδι (πρβλ. βρισ-ίδι, κλωτσ-ίδı)].