κεντίδι

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το
κεντητό στολίδι, κεντημένο ποίκιλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ + κατάλ. -ίδι (πρβλ. βρισ-ίδι, κλωτσ-ίδı)].