κεντησιά

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η κεντώ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση
β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.