ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
η κεντώ1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμησηβ) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.