κενόγλωσσος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

κενόγλωσσος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει κενά, μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ελευθερόγλωσσος, πικρόγλωσσος].