κενόγλωσσος
From LSJ
Greek Monolingual
κενόγλωσσος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει κενά, μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ελευθερόγλωσσος, πικρόγλωσσος].
κενόγλωσσος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει κενά, μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ελευθερόγλωσσος, πικρόγλωσσος].