ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
κερᾴδιον, τὸ (Α)μικρή κεραία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. αρχαίος - αρχαϊκός). Το -ι- υπεγράφη, μαρτυρείται όμως και τ. κεραΐδιον].