κράτα Search Google

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

κρᾱτα, τὸ (α)
(άλλος τ. του κράς [Ι]) το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κάρα (Ι)].