κεραμοκάμινος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
η
καμίνι, στο οποίο ψήνονται κεραμίδια και πήλινα σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -κάμινος (< κάμινος), πρβλ. ασβεστοκάμινος, υψικάμινος].