κεραμοκάμινος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

η
καμίνι, στο οποίο ψήνονται κεραμίδια και πήλινα σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -κάμινος (< κάμινος), πρβλ. ασβεστοκάμινος, υψικάμινος].