κερατοπώγων

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας Keratopogonidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratopogon < cerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -pogon (πρβλ. πώγων)].