κερδομανής

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μανής (< θ. μαν- του μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναιμανής, ιππομανής].