ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
v. κερόεις.
κεροῦσσα: стяж. = κερόεσσα (f к κερόεις).
s. κερόεις.