κεροῦσσα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

French (Bailly abrégé)

v. κερόεις.

Russian (Dvoretsky)

κεροῦσσα: стяж. = κερόεσσα (f к κερόεις).

German (Pape)

s. κερόεις.