ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
κεφαλεύω: εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.
κεφαλεύω (ΑΜ)είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός, διοικώ, εξουσιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή με σημ. «αρχηγός» + κατάλ. -εύω (πρβλ. αγορεύω, νομεύω)].