κεφαλιάτικος

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στον κατ' άτομο υπολογισμό
2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο
ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην-ιάτικος)].