κεφαλιακός
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Greek Monolingual
-ή, -ό
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιακό
το πρώτο κρασί που βγαίνει από πρόσφατα ανοιγμένο βαρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιακός (πρβλ. θεμελιακός, μοναστηριακός].