κεφαλιωμένος
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
-η, -ο
ισχυρογνώμων, πεισματάρης, κακοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κεφαλιώνω (< κεφαλή.