κηλεπίδεσμος

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ο
συσκευή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα προσκεφάλαια, που προορίζονται για το φράξιμο ενός κηλικού στομίου, και από ένα ελατήριο ή ζώνη για τη συγκράτηση του ή τών προσκεφαλαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + επίδεσμος].