κηληδών

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

German (Pape)

[Seite 1431] όνος, ἡ, ein durch süßen Gesang bezauberndes, mythisches Wesen, bei Pind. frg. 25 im plur. κηληδόνες, s. Ath. VII, 290 e.

English (Slater)

κηληδών (ἡ) charmer χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (= ἴυγγες v. 62: of the decoration of the third temple of Apollo at Delphi, cf. vv. 75—8; Athenaeus 290E, τῶν παρὰ Πινδάρῳ Κηληδόνων, αἳ τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι) (Pae. 8.71)

Russian (Dvoretsky)

κηληδών: όνος ἡ обольстительница, чаровница Pind.