Κηληδόνες
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
αἱ, Celedones, Keledones, the Enchantresses, the Charmers, mythical songstresses, like the Sirens, but harmless, Pi.Fr.53, cf.Ath.7.290e.
Greek (Liddell-Scott)
Κηληδόνες: -αἱ, ᾠδικὰ δαιμόνια ὡς αἱ Σειρῆνες, «αἳ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ταῖς Σειρῆσι τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι» Ἀθήν. 290Ε (Πινδ. Ἀποσπ. 25)· παρὰ Φιλοστρ. Ἴυγγες.
Greek Monolingual
Κηληδόνες, αἱ (Α)
ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κηλέ-ω / -ώ + επίθημα -δών / -δόνος (πρβλ. αλγηδών, κληδών)].