κηπευτικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1432] den Gärtner betreffend, ἡ κηπευτική, die Gartenbaukunst, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κηπευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κῆπον, ἡ κ. ἐπιμέλεια Κλήμ. Ἀλ. 888· οἱ κηπευτικοί, οἱ ἀγαπῶντες τὴν κηπουρικήν, οἱ κηπουροί, Θεοφ. Πρωτοσπ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 12, σ. 847.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηπευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική
η τέχνη του κηπουρού, η κηπουρική
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά
εδώδιμα προϊόντα του κήπου, λαχανικά
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ. ως ουσ.) οι κηπευτικοί
αυτοί που αγαπούν την κηπουρική, οι κηπουροί.
επίρρ...
κηπευτικώς
με κηπευτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηπευτής ή κηπευτός.