κηποποιία

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

κηποποΐα, ἡ (Μ)
η δημιουργία κήπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -ποιΐα (< -ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. εποποιία, ηθοποιία].