κηρίνη
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A = κηρίων 11, Hsch., Phot.
II (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster, Asclep. ap. Gal.13.936.
German (Pape)
[Seite 1433] ἡ, = κηρίων, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κηρίνη: ἡ, = κηρίων ΙΙ, Ἡσύχ., Φώτ.