κηρομάστιχον

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

κηρομάστιχον, τὸ (Μ)
κηρομαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρομαστίχα, με αλλαγή γένους].