κηρόπιτα
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
και κερόπιτα, η
1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα του δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του
2. κηρήθρα, μελόπιτα.