κηρόπιτα

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

και κερόπιτα, η
1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα του δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του
2. κηρήθρα, μελόπιτα.