κιβδηλιώ

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

κιβδηλιῶ, -άω (Α) κίβδηλος
1. έχω όψη κίβδηλου νομίσματος
2. μτφ. γίνομαι κίτρινος, πάσχω από ίκτερο.