κιβδηλιώ

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

κιβδηλιῶ, -άω (Α) κίβδηλος
1. έχω όψη κίβδηλου νομίσματος
2. μτφ. γίνομαι κίτρινος, πάσχω από ίκτερο.