κιθαρηφόρος
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
ὁ, Lycian coin stamped with a cithara, Ath.Mitt.14.412 (Myra).
Greek Monolingual
κιθαρηφόρος, ὁ (Α)
επιγρ. αργυρό νόμισμα τών Λυκίων, που στην πρόσθια όψη του εικόνιζε την κεφαλή του Απόλλωνος ή του Καίσαρος και κιθάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -φορος (< φόρος < φέρω)].