κιμωλίτης

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

ο (ορυκτ.) αργιλώδες ορυκτό που αφθονεί στη νήσο Κίμωλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kimolite (< γερμ. Zimolit < Κίμωλος) + κατάλ. -ite].