κιονοστοιχία
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
η
σειρά ισομεγέθων κιόνων που απέχουν εξίσου ο ένας από τον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στοιχία (< -στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξοστοιχία, δεντροστοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].