κλαγγαίνω

English (LSJ)

of hounds, give tongue, only pres., A.Eu.131.

German (Pape)

[Seite 1444] u. κλαγγάνω, poet. = κλάζω, κλαγγαίνεις δ' ἅπερ κύων Aesch. Eum. 126; ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. frg. 782. Vgl. ἐπανακλαγγάνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
pousser un cri aigu.
Étymologie: κλαγγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαγγαίνω [κλαγγή] hard geluid maken, blaffen.

Russian (Dvoretsky)

κλαγγαίνω: Theocr. κλαγγέω (только praes.) лаять (ἅπερ κύων Aesch. - v.l. κλαγγάνω).

Greek Monolingual

κλαγγαίνω (Α) κλαγγή
(για κυνηγετικά σκυλιά) γαυγίζω («ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγάνεις δ' ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ' ἐκλείπων πόνου», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κλαγγαίνω: ή -άνω (κλάζω), υλακτώ, λέγεται για κυνηγόσκυλα, μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κλαγγαίνω: ἢ -άνω, (κλάζω) ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, ὑλακτῶ, μόνον κατ’ ἐνεστ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 131, Ξεν. Κυν. 6, 23· ἐπὶ πτηνῶν, κράζω, Σοφ. Ἀποσπ. 782, ἔνθα ἀναγνωστέον κλαγγάνω, ὡς ὁ Wakef. παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, κλαγγέω, ἐπὶ κυνηγετικῶν κυνῶν, Θεοκρ. Ἐπιγρ. 6.

Middle Liddell

κλαγγαίνω, κλάζω
of hounds, to give tongue, only in pres., Aesch., Xen. [from κλαγγή