κλαπάτσα
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
Greek Monolingual
και χλαπάτσα, η
κοινή ονομασία της νόσου τών μηρυκαστικών διστομίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. (κουτσοβλάχ.) galbeatsa ή ρουμ. gălbează].