νυχτοπούλι

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

το
1. γενική κοινή ονομασία τών νυκτόβιων πτηνών
2. αυτός που συνηθίζει να περνά τη νύχτα άγρυπνος και συνήθως έξω από το σπίτι του, ξενύχτης, νυκτόβιος.