νυχτοπούλι
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
το
1. γενική κοινή ονομασία τών νυκτόβιων πτηνών
2. αυτός που συνηθίζει να περνά τη νύχτα άγρυπνος και συνήθως έξω από το σπίτι του, ξενύχτης, νυκτόβιος.