κλείσις

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

κλεῖσις, ή (AM Α αττ. τ. κλῇσις) κλείω (Ι)]
η ενέργεια του κλείνω, κλείσιμο, κλείδωμα
μσν.
κλεισώρεια, κλεισούρα, στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, δερβένι («ἐν τῇ κλείσει τῶν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς ὀρῶν», Γ. Ακροπ.).