κλείσις

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

κλεῖσις, ή (AM Α αττ. τ. κλῇσις) κλείω (Ι)]
η ενέργεια του κλείνω, κλείσιμο, κλείδωμα
μσν.
κλεισώρεια, κλεισούρα, στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, δερβένι («ἐν τῇ κλείσει τῶν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς ὀρῶν», Γ. Ακροπ.).