κληρωτί
From LSJ
English (LSJ)
or κληρωτεί, Adv. by lot, LXX Jo.21.4, al.
German (Pape)
[Seite 1452] durchs Loos, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτί: Ἐπίρρ., διὰ κλήρου, Ἑβδ. (Ἰησ. ΚΑϳ, 4).
Greek Monolingual
κληρωτί και κληρωτεί (Α)
επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῖς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός.