κληρωτί

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτί Medium diacritics: κληρωτί Low diacritics: κληρωτί Capitals: ΚΛΗΡΩΤΙ
Transliteration A: klērōtí Transliteration B: klērōti Transliteration C: kliroti Beta Code: klhrwti/

English (LSJ)

or κληρωτεί, Adv. by lot, LXX Jo.21.4, al.

German (Pape)

[Seite 1452] durchs Loos, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτί: Ἐπίρρ., διὰ κλήρου, Ἑβδ. (Ἰησ. ΚΑϳ, 4).

Greek Monolingual

κληρωτί και κληρωτεί (Α)
επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῖς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός.