κλινάρης

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

κλινάρης, -ες (Μ)
κλινήρης, κατάκοιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκάρης, κελάρης)].