κλωνίτης

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωνίτης Medium diacritics: κλωνίτης Low diacritics: κλωνίτης Capitals: ΚΛΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: klōnítēs Transliteration B: klōnitēs Transliteration C: klonitis Beta Code: klwni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, with branches, πρέμνος Hdn.Epim.72.

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, ästig, πρέμνος, Hdn. Epimer. 72.

Greek (Liddell-Scott)

κλωνίτης: -ου, ὁ, ἔχων κλῶνας, πρέμνος Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 72.

Greek Monolingual

κλωνίτης, ὁ (Α) κλων
αυτός που έχει κλώνους («κλωνίτης πρέμνος» — στέλεχος, κλαδί ή κορμός με κλώνους).