κλωνίτης
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, with branches, πρέμνος Hdn.Epim.72.
German (Pape)
[Seite 1458] ὁ, ästig, πρέμνος, Hdn. Epimer. 72.
Greek (Liddell-Scott)
κλωνίτης: -ου, ὁ, ἔχων κλῶνας, πρέμνος Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 72.
Greek Monolingual
κλωνίτης, ὁ (Α) κλων
αυτός που έχει κλώνους («κλωνίτης πρέμνος» — στέλεχος, κλαδί ή κορμός με κλώνους).