κνισσωτός

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

German (Pape)

[Seite 1463] richtiger κνισωτός, mit Fettdampf erfüllt, ἐν πυροῖσι κνισσωτοῖς, beim Opferbrande, Aesch. Ch. 478.

French (Bailly abrégé)

v. κνισωτός.