κνισωτός
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
κνισωτή, κνισωτόν, steaming, of a burnt sacrifice, A.Ch. 485.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσωτός;
ή, όν :
rempli d'une odeur de viande qui rôtit.
Étymologie: adj. verb. de κνισόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισωτός -ή -όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.
Greek Monolingual
κνισωτός, -ή, -όν (Α) κνίσα
αυτός που αναδίδει κνίσα.
Greek Monotonic
κνῑσωτός: -ή, -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσωτός: -ή, -όν, (κνισόω) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.
Middle Liddell
κνῑσωτός, ή, όν κνισόω
steaming, of a sacrifice, Aesch.
German (Pape)
mit Fettdampf erfüllt, ἐν πυροῖσι κνισσωτοῖς, beim Opferbrande, Aesch. Ch. 478.