κοδομείον

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

κοδομεῖον, ιων. τ. κοδομήιον, τὸ (Α) κοδομεύς
το δοχείο μέσα στο οποίο έψηναν κριθάρι.