κοιλιοφορώ
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
κοιλιοφορῶ, -έω (Α)
κυοφορώ, είμαι έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω)].