κοιλιοφορώ

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

κοιλιοφορῶ, -έω (Α)
κυοφορώ, είμαι έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω)].