κοινάν
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ᾶνος, ὁ, Dor. and Arc. for κοινών, Pi.P.3.28, IG9(1).334.4 (Locr., v B.C.), 5(2).6.21 (Tegea, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1467] ᾶνος, ὁ, dor. = κοινών, Pind. P. 3, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κοινάν: ᾶνος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κοινών, Πινδ. Π. 3. 28 (50) Böckh., πρβλ. ξυνάν· ― κοινᾰνικός, ἀντὶ κοινωνικὸς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ.· ― κοινᾱνέω, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κοινωνέω, Συνθήκη. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5. 79.
English (Slater)
κοινᾱν confidant met. Λοξίας, κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (P. 3.28)
Greek Monolingual
κοινάν, -ᾱνος, ο (Α)
(δωρ. και αρκαδ. τ.) βλ. κοινών.
Greek Monotonic
κοινάν: -ᾶνος, ὁ, Δωρ. αντί κοινών.