ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) κοινόβιον1. μέλος κοινοβίου2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή.