κοινοβιάτης

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) κοινόβιον
1. μέλος κοινοβίου
2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή.