κοινοβιάτης

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) κοινόβιον
1. μέλος κοινοβίου
2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή.