κοινοβιαρχία

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

German (Pape)

[Seite 1467] ἡ, Amt des Vorigen, Eust.

Greek Monolingual

η (Μ κοινοβιαρχία) κοινοβιαρχώ
το αξίωμα και το έργο του κοινοβιαρχη.