κοινοβιαρχία

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

German (Pape)

[Seite 1467] ἡ, Amt des Vorigen, Eust.

Greek Monolingual

η (Μ κοινοβιαρχία) κοινοβιαρχώ
το αξίωμα και το έργο του κοινοβιαρχη.