κοινολαΐτης

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

German (Pape)

[Seite 1468] ὁ, Einer vom gemeinen Volke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολᾱΐτης: -ου, ὁ, ἄνθρωπος τοῦ κοινοῦ λαοῦ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κοινολαΐτης, ὁ (Μ)
αυτός που ανήκει στον κοινό λαό, ο αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λα-ΐτης (< λαός)].