κοινολαΐτης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1468] ὁ, Einer vom gemeinen Volke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολᾱΐτης: -ου, ὁ, ἄνθρωπος τοῦ κοινοῦ λαοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κοινολαΐτης, ὁ (Μ)
αυτός που ανήκει στον κοινό λαό, ο αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λα-ΐτης (< λαός)].