κοινομετρώ

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

κοινομετρῶ, -έω (Α)
πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή του ποσοστού που ανήκει στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μετρῶ (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. διαμετρώ, οινομετρώ].