κοινομετρώ

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272

Greek Monolingual

κοινομετρῶ, -έω (Α)
πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή του ποσοστού που ανήκει στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μετρῶ (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. διαμετρώ, οινομετρώ].