κοινοπάθεια
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Leiden, Eust.
Greek Monolingual
κοινοπάθεια, ἡ (Μ) κοινοπαθής
το να συμπάσχει κανείς με άλλους, συμπόνια.