κοινοπαθής

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοπᾰθής Medium diacritics: κοινοπαθής Low diacritics: κοινοπαθής Capitals: ΚΟΙΝΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: koinopathḗs Transliteration B: koinopathēs Transliteration C: koinopathis Beta Code: koinopaqh/s

English (LSJ)

κοινοπαθές, sympathetic, sociable, ἔθη φιλάνθρωπα καὶ κ. D.H.1.41.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich leidend, sich nach Anderen bequemend, richtend, dah. gesellig, καὶ φιλάνθρωπα D. Hal. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπᾰθής: -ές, συμπαθητικός, κοινωνικός, ἔθη Διον. Ἁλ. 1. 41.

Greek Monolingual

κοινοπαθής, -ές (AM)
αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός.
επίρρ...
κοινοπαθῶς και -έως (Α)
(για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -παθής (< πάθος, πρβλ. ηδυπαθής, ταχυπαθής].