κοινοπαθής
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
κοινοπαθές, sympathetic, sociable, ἔθη φιλάνθρωπα καὶ κ. D.H.1.41.
German (Pape)
[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich leidend, sich nach Anderen bequemend, richtend, dah. gesellig, καὶ φιλάνθρωπα D. Hal. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπᾰθής: -ές, συμπαθητικός, κοινωνικός, ἔθη Διον. Ἁλ. 1. 41.
Greek Monolingual
κοινοπαθής, -ές (AM)
αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός.
επίρρ...
κοινοπαθῶς και -έως (Α)
(για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -παθής (< πάθος, πρβλ. ηδυπαθής, ταχυπαθής].